βάφτισμα — το 1. το πρώτο από τα εφτά μυστήρια της Εκκλησίας μέσα από το οποίο γίνεται κάποιος χριστιανός παίρνοντας το κύριο όνομά του. 2. φρ., «βάφτισμα του πυρός»,η πρώτη συμμετοχή κάποιου σε κάτι: Πήρε το βάφτισμα του πυρός δίνοντας πρώτη φορά εξετάσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φώτισμα — το, ατος 1. το να φωτίζει κάποιος. 2. ο φωτισμός του πνεύματος. 3. ο πνευματικός φωτισμός που γίνεται με το βάφτισμα, το βάφτισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναβαπτισμός — ο (Α ἀναβαπτισμὸς) [ἀναβαπτίζω] το εκ νέου βάπτισμα, ξαναβάφτισμα νεοελλ. 1. το δεύτερο βάφτισμα αυτών που προσχωρούν στην αίρεση τών Αναβαπτιστών* 2. ψυχική ή πνευματική ανακάθαρση … Dictionary of Greek
βάφτιση — η (AM βάπτισις) το μυστήριο του βαπτίσματος νεοελλ. 1. η χάρη του Αγίου Πνεύματος που δίνεται με το βάφτισμα 2. το νερό της κολυμπήθρας 3. το μύρο που χρησιμοποιείται για το Χρίσμα 4. το γλέντι που ακολουθεί μετά τη βάφτιση, τα βαφτίσια 5. η… … Dictionary of Greek
βαφτισιμιός — ο (θηλ. βαφτισιμιά, η) ο αναδεκτός, εκείνος τον οποίο «ανεδέχθη εκ της κολυμβήθρας» ο ανάδοχος κατά το βάφτισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. *βαπτισιμαίος < βαπτίσιμος + (κατάλ.) αίος < βάπτισις (πρβλ. αναδεξιμιός, γεννησιμιός)] … Dictionary of Greek
βαφτιστικός — και βαπτιστικός, ή, ό (Μ βαπτιστικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει στη βάφτιση ή έχει σχέση με το βάφτισμα («το βαφτιστικό όνομα», «βαφτιστικά ρούχα») 2. (το αρσ. ή το θηλ. ως ουσ.) ο βαφτισιμιός, ο αναδεκτός νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. βαφτιστικό,… … Dictionary of Greek
πλάσμα — I Ιδιαίτερη κατάσταση της ύλης κατά τη οποία αποτελείται από ένα σύνολο σωματιδίων και των δύο τύπων, που έχουν ίσα ηλεκτρικά φορτία με αντίθετο πρόσημο και παρουσιάζουν (τουλάχιστον τα ομόσημα) μεγάλη κινητικότητα. Το σύνολο χαρακτηρίζεται από… … Dictionary of Greek
Αγία Τριάδα — I Ο όρος σημαίνει ένα από τα κυριότερα δόγματατης χριστιανικής πίστης, γνωστόως το τριαδικό δόγμα.Αποτελεί το κεφάλαιον της πίστεως, τη βάση και το θεμέλιο της διδασκαλίας περί της απολύτρωσης και σωτηρίας του ανθρώπου. Εκφράζει την πίστη σε έναν … Dictionary of Greek
αναγέννηση — η 1. ηγέννηση ξανά, ανάπλαση, αναδημιουργία: Στη χώρα αυτή στα τελευταία δέκα χρόνια έχει συντελεστεί μια αναγέννηση. 2. το ξαναπόχτημα δυνάμεων που είχαν χαθεί: Το 1821 συντελέστηκε η αναγέννηση του ελληνικού έθνους. 3. (εκκλησ.), η ανακαίνιση… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατηχούμενος — ο θηλ. κατηχούμενη κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους κατηχούμενοι λεγόντουσαν αυτοί που προπαρασκευαστικά παρακολουθούσαν τη χριστιανική διδασκαλία προτού να μπουν οριστικά στους κόλπους της Εκκλησίας με το βάφτισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)